- κωδίκελλος
- ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος)διάταξη τελευταίας βούλησης τού διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic-illus, υποκορ. τού codex «δέλτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωδικελλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωδίκελλο 2. φρ. «κωδικελλική ρήτρα» η επιθυμία τού διαθέτη, η οποία περιέχεται στη διαθήκη του, να ισχύσει η τελευταία ως κωδίκελλος σε περίπτωση ακύρωσής της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωδίκελλος. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
επιδιαθήκη — ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α) 1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
κωδίκιλλος — κωδίκιλλος, ὁ (Α) βλ. κωδίκελλος … Dictionary of Greek
υπερδιαθήκη — ἡ, Α [διαθήκη] κωδίκελλος διαθήκης … Dictionary of Greek
Κωστομοίρης — Επώνυμο οικογένειας αξιωματούχων της βυζαντινής περιόδου. 1. Ιωάννης (12ος 13ος αι.). Ανώτερος υπάλληλος στην Αυλή των αυτοκρατόρων της Νίκαιας. Επί βασιλείας Ιωάννη Βατάτζη (1222 54) αναφέρεται ως απογραφέας του καπετανίκιου της Σμύρνης. 2.… … Dictionary of Greek